DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mòtorvagn n ~en ~ar
transp. αυτοκινητάμαξα f; σιδηροδρομικό όχημα
transp., el. κινητήριο όχημα
motorvagn
: 2 phrases in 1 subject
Transport2