DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mòtorväg n ~en ~ar
gen. κινητήριο όχημα
econ. αυτοκινητόδρομος m
environ. λεωφόρος m; οδός ταχείας κυκλοφορίας; αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος m; αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας