DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
missbildning n ~en ~ar
environ. δυσπλασία; διαμαρτία διάπλασης; δυσμορφία
med. διαμαρτία f; διαμαρτία περί τη διάπλαση
missbildning
: 1 phrase in 1 subject
Law1