DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
miljöförstöring n ~en ~ar
econ. υποβάθμιση του περιβάλλοντος
environ. ρύπανση; ζημιά στο περιβάλλον; καταστροφή του περιβάλλοντος; περιβαλλοντική ζημία