DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
miljö́ [miljö´] n ~n ~er
environ. περιβάλλον; μέσο/μέσος όρος/θρεπτικό μέσο
health. βιότοπος m
IT Περιβάλον
transp. συνθήκες λειτουργίας