DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mínska v
gen. μετριάζομαι; ελαττώνομαι; μειώνω; ελαττώνω
comp., MS μείωση
environ. μείωση/ελάττωση
mìnskad v
gen. μειωμένος
minska
: 1 phrase in 1 subject
General1