DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mìssbruk n ~et; pl. ~
gen. κατάχρηση
law παράνομη χρήση; ποινικά κολάσιμη κατάχρηση
law, fin. καταχρηστική τιμή
social.sc. Εξάρτηση; εθισμός m
missbruk
: 1 phrase in 1 subject
General1