DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
metód [-o´d] n ~en ~er
environ. ανάλυση (μεταλλεύματος); μέθοδος f; μεθοδολογίες f
pharma., environ. δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος
stat. μέθοδοι
metod
: 1 phrase in 1 subject
Economics1