DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
metàllindustri n ~n ~er
econ. μεταλλουργική βιομηχανία
environ. βιομηχανία κλάδος προϊόντων μετάλλου; βιομηχανία κλάδος προϊόντων μετάλλου
industr. εγκαταστάσεις χαλυβουργίας; μεταλλοβιομηχανία f
metàllindustri ej järn- n
environ. βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων