DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mellanlagring n
commun., IT αρχή αποθήκευσης και προώθησης; επικοινωνία με αποθήκευση και προώθηση
environ. ενδιάμεση εναπόθεση
work.fl., IT ενδιάμεση αποθήκη; ενδιάμεση μνήμη