DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mellanlägg n ~et; pl. ~
agric., industr., construct. κάθετος στοίβαξις λεπτού ξύλου
industr., construct. ενδιάμεση στοιβάδα; ενδοστοιβάδα f; απομίμηση τρικότ; ιμιτασιόν τρικότ; τεμάχιο απόστασης; τεμάχιο διαχωρισμού
industr., construct., chem. αποκολλητικό m
mellanlägg
: 8 phrases in 2 subjects
Finances1
Law7