DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
medián [-a´n] n ~en ~er
math. διάμεσος m
stat. κεντρική τιμή κατανομής
stat., tech. κεντρική τιμή δείγματος
media [me´dia] n ~n
gen. μέσα μαζικής ενημέρωσης