DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
médium [me´di-] n mediet el. ~; pl. medier
gen. μέσο m
environ. μέσο/μέσος όρος/θρεπτικό μέσο
life.sc. θρεπτικό μέσο; θρεπτικό υλικό
life.sc., environ. τομείς περιβάλλοντος
medier n
commun. μέσα μαζικής ενημέρωσης; μέσα ενημέρωσης