DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mèllanvägg n ~en ~ar
agric. τεχνητό φύλλο κηρήθρας
agric., construct. ξύλινο τοίχωμα σιρού
construct. πέτασμα f; χώρισμα f; διεπιφάνεια; παρειά
industr., construct., met. γεφυρωτό φράγμα
transp., tech., law διαίρεση