DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mèllanskikt n ~et; pl. ~
chem. ενδιάμεσο φύλλο; βασικό στρώμα δομής υλικού; βασικό φύλλο δομής υλικού
comp., MS ενδιάμεση στοιβάδα
met. ενδιάμεσο στρώμα
transp., tech., law ενδιαμέσο φύλλο
mellanskikt
: 2 phrases in 2 subjects
General1
Law1