DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mèllanrum n ~met; pl. ~, best. pl. ~men
commun. διάστημα Μορς
construct. ενδιάμεσος αρμός
IT διάκενο m
IT, dat.proc. κενός χώρος; χώρος m
mellanrum
: 1 phrase in 1 subject
General1