DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mèdlare n ~n; pl. ~, best. pl. medlarna
econ. διαμεσολαβητής m
law, lab.law. διαιτητής αποφασίζων σύμφωνα με τις αρχές του ίσου και του δικαίου; συμφιλιωτής