DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
mèdgivande n ~t ~n
commer., polit., interntl.trade. εκχώρηση
law συγκατάθεση; συναίνεση
mèdge v
gen. παρέχω
law χορηγώ; απονέμω; παραχωρώ