DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mèdelhastighet n ~en ~er
commun., transp. μέση ταχύτητα πορείας
earth.sc., life.sc. ταχύτης
life.sc. μέση ταχύτης
transp., mech.eng. μέση ταχύτητα; ταχύτητα μέσου όρου