DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
maskning n ~en ~ar
gen. συγκάλυψη
earth.sc., life.sc. μέθοδος φωτογραφικού μασκαρίσματος
el. τεχνική tenting
lab.law. αφανής απεργία; λευκή απεργία
nat.sc. μασκάρισμα; σκίαση