DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
maskín [-i´n] n ~en ~er
econ. μηχάνημα f
mater.sc. μηχανή
maskíner n
environ. μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός