DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
maskhål n ~et; pl. ~
IT Άνοιγμα f
med. άνοιγμα f
met. πόροι σε σειρά ενωμένοι μεταξύ τους
transp. κάμπια ξύλου; σαράκι; σκουλήκι του ξύλου