DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
maskéring n ~en ~ar
commun., el. επικάλυψη
health. φαινόμενο απόκρυψης; απόκρυψη ταυτότητας
met. μάσκα; προστατευτική επικάλυψη
pharma. τυφλοποίηση
maskering
: 1 phrase in 1 subject
Industry1