DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
markvärden n
market. εδαφικές εκτάσεις
markvård n ~en
agric., construct. τεχνική χειρισμού εδαφών
environ. συντήρηση εδαφών; διατήρηση των εδαφών
forestr. διατήρηση εδάφους
life.sc., agric. διατήρηση εδαφών; συντήρησις εδαφών
märkvärde n
el. διαβαθμισμένη τιμή; οριακή συνθήκη; απόδοση
energ.ind. ονομαστική ισχύς