DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
marginál [-a´l] n ~en ~er
gen. περιθωριακός
commun. ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας
comp., MS περιθώριο
econ. εμπορικό περιθώριο κέρδους
IT, el. πλάτος περιθωρίου