DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mandát [-a´t] n ~et; pl. ~
gen. θητεία m; ένταλμα f
econ. αιρετό αξίωμα
environ. εντολή
law εντολή πληρωμής; λειτούργημα f; θητεία ; εντολή
mandat
: 1 phrase in 1 subject
Health care1