DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
mal n ~en ~ar
nat.res. σκώρος m
nat.res., fish.farm. γουλιανός (Siluris glanis)
må̀l n ~et; pl. ~
comp., MS προορισμός m
environ. εξέταση; δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
fin. στόχος m
law υπόθεση; αποτέλεσμα f
màla v
cultur., met. αλέθω
mal
: 1 phrase in 1 subject
Industry1