DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
magasín [-i´n] n ~et; pl. ~
gen. Αποθήκη; αποθήκη
agric., construct. αποθηκευτικό υπόστεγο
commun. βιβλιοστάσιο
construct. τεχνητή λίμνη; ταμιευτήρας f
environ. δεξαμενή (περισυλλογής); ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή περισυλλογής; ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή (περισυλλογής)
life.sc. υδαταποθήκευσις m