DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
màssmedium n -mediet; pl. -medier hellre än -media, best. pl. -medierna hellre än -media
gen. μέσο μαζικής ενημέρωσης
massmedier n
commun. μέσα ενημέρωσης; μέσα μαζικής ενημέρωσης; μέσα μαζικής επικοινωνίας
econ. μέσο μαζικής επικοινωνίας