DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
màssa n ~n massor
environ. πολτός m; πολφός m; πούλπα f; πολτός/πολφός/πούλπα m
forestr. χαρτόμαζα f
industr., construct. κυτταρινόμαζα f
stat., earth.sc., chem. μάζα f
transp., avia. Μάζα f
mä̀ssa v
gen. λειτουργία
market. εμπορική έκθεση