DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
màska v
commun., el. βρόχος
el. πλέγμα
fish.farm. μάτι
industr., construct. τρύπωμα σε ύφασμα
IT εφαρμογή μάσκας
IT, tech. μασκάρω
tech., industr., construct. θηλιά; θηλιά νήματος
mäska v
agric. πολτοποιώ; χυλοποιώ