DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mönsterkort n
el. πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος; πλαίσιο τυπωμένου κυκλώματος
industr., construct. δειγματολόγιο m
tech., industr., construct. κάρτα m