DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
möjliggöra v
gen. αποκαθιστώ ικανό; θέτω σε υπηρεσία; καθιστώ ικανό; δίνω τη δυνατότητα
möjliggöra
: 1 phrase in 1 subject
Industry1