DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mö́nster [mön´ster] n mönstret; pl. ~, best. pl. mönstren
gen. πρότυπο m
comp., MS μοτίβο
fin. σχέδιo
fin., scient. γραφικός σχηματισμός; γραφικό σχήμα
industr., construct. οδηγός εφαρμογής σκίτσων
industr., construct., chem. μάρκα οπίσθιας σφράγισης; σήμα οπίσθιας σφράγισης
stat., scient. σχηματισμός m
tech., industr., construct. διακοσμητικά δαντέλας
mónster [mån´strum] n monstret; pl. monster, best. pl. monstren
gen. δείγμα