DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mö́bler n
environ. επίπλωση; είδη επιπλώσεων; έπιπλα f; επίπλωση/έπιπλα/είδη επιπλώσεων
mö́bel [mö´bel] n ~n möbler
gen. έπιπλο m