DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun | verb
må̀tt n ~et; pl. ~
comp., MS μέτρηση
environ. μέτρα/γεωλογικά πετρώματα; μέτρα/γεωλογικά πετρώματα
IT πληθικός αριθμός
màtt n ~en
agric. άμορφος; άχρωμος
agric., industr. θαμπός m
chem. θαμπό
industr., construct. ματ m
v måtte
gen. αισθάνομαι; ας
mätt "inmätt" vid mätning av timmer v
forestr. ταξινομημένο
mä̀ta v
gen. μετρώ