DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
må̀nadslön n ~en ~er
econ. μηνιαία καταβολή μισθού
law, lab.law. μηνιαίο εισόδημα; μισθός m; μηνιαίος μισθός; μηνιαίες αποδοχές