DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
må̀lning n ~en ~ar
econ. ζωγραφική
transp. βαφή; χρωματισμός m
màlning n ~en
environ. άλεση; ισοπέδωση; λείανση; πολτοποίηση; τρόχισμα f; άλεση/πολτοποίηση/ισοπέδωση/λείανση/τρόχισμα
food.ind. αλευροποίηση
pharma., food.ind., chem. λειοτρίβηση
tech., industr., construct. μηχανική κατεργασία των ινών
målning
: 2 phrases in 1 subject
General2