DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
mätdon n ~et; pl. ~
environ. μετρητική συσκευή/συσκευή μέτρησης
mech.eng. αυτόματος μετρητής βάρους
tech. όργανο μέτρησης
mätdon
: 2 phrases in 1 subject
Industry2