DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
märkeffekt n
earth.sc., el. ονομαστική έξοδος πυκνωτού
el. ισχύς λειτουργίας; ονομαστική ισχύ
mech.eng., el. ονομαστική ισχύς
markeffekt n
earth.sc., transp. επίδραση εδάφους