DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
màrk n ~en; pl. ~
environ. ύπαιθρος m; ξηρά f; χώμα f; αγρός m; πεδίο; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
life.sc., agric. γαία; γη
transp. έδαφος m
märk v
IT, el. διαβαθμισμένος; ονομαστικός
mä̀rka v
gen. σημειώνω