DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mä̀tinstrument n ~et; pl. ~
gen. πιεσόμετρο m
el. μετρητικό όργανο
environ. μετρητής m; συσκευή όργανο μέτρησης/μετρητής
nat.sc., energ.ind. όργανο μέτρησης