DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mä̀tare n ~n; pl. ~, best. pl. mätarna
environ. συσκευή όργανο μέτρησης; μετρητής m; συσκευή όργανο μέτρησης/μετρητής
forestr. εκτιμητής m; καταμετρητής m
-mä̀tare n
environ. κρούστης m
mátare n ~n; pl. ~, best. pl. matarna
commun. κεραία διέγερσης; κεραία κατόπτρου; κεραία τροφοδότησης; τροφοδοτική κεραία
construct. τροφοδότης m; χοάνη τροφοδοσίας
el. διεγέρτρια
mech.eng. βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης