DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mä̀rke n ~t ~n
gen. σήμα; επιγραφή
agric. σφραγίς επί κορμού; σφραγίς προελεύσεως
comp., MS ετικέτα f
IT χαρακτήρας διαχωρισμού; διαχωριστής πληροφορίας
nat.res. στίγμα f (stigma)