DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
mä̀rkare n ~n; pl. ~, best. pl. märkarna
environ. σημειωτής; δείκτης m; σημαντήρας f; σηματοδότης m; σημειωτής/δείκτης/σημαντήρας/σηματοδότης