DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lyftarm n ~en ~ar
industr., construct., chem. βραχίονας στοιβαχτήρα; μπάρα στοιβάγματος γαλαρίας
mech.eng. χειριστήριο βαρούλκου
transp. βραχίονας γερανού; μπίγα βιντσιού
lyftarm
: 2 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Transport1