DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
lỳft n ~et; pl. ~
fish.farm. κυρίως σάκκος; αλιεία με πυροφάνι; σάκος τράτας
industr., construct. σήκωμα
transp. αρχική κίνηση
lỳfta v
gen. ανυψώνω; σηκώνω; υψώνω
law, lab.law. εισπράττω
lyft
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1