DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lunning n ~en
agric. μεταφορά δι'ολισθήσεως; μετατόπισις ή σύρσις επί του εδάφους; ημιεναέρια μέθοδος μετατοπίσεως ή μετατόπισις με υπερυψωμένη την κεφαλή του κορμοτεμαχίου
forestr. μεταφορά ξυλείας δι ολισθήσεως
transp., agric. μεταφορά ξυλείας