DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
luftkanal n ~en ~er
chem. άνοιγμα f; οπή
mech.eng. αγωγός αέρα ψύξης
mech.eng., el. κανάλι αέρα
mun.plan., earth.sc. αεραγωγός
transp., mech.eng. αεραγωγός αναρρόφησης