DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lùtning n ~en ~ar
construct. Κλίση τοίχου; κλίσις
el. κλιτύς m
life.sc., coal. κλίση m; πρανές καταβύθισης
transp., construct. κατωφέρεια m; κατωφέρεια,κλίσις,κλιτύς,πλαγιά m